Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Απουσία

Απουσία

Κλείνει τα φώτα στο σαλόνι με τα παλιά ξύλινα έπιπλα και προχωράει στο μισοσκόταδο. Το ξέρει το σπίτι της καλύτερα και από την παλάμη του χεριού της. Θα μπορούσε να κυκλοφορεί μέσα του ακόμα και τυφλή. Κατευθύνεται προς την γωνιά πριν το στενό υπνοδωμάτιο. Εκεί που έχει κρεμάσει το καντηλάκι με το μαυρισμένο από τον καπνό γυαλί του. Σηκώνει πολύ λίγο τα μάτια και το κοιτάζει που φιλοξενεί την μικρή την φλόγα μέσα του. Κι αυτή σιγοκαίει πορτοκαλιά κι αδύναμη κι ας έχει γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος του σπιτιού. Την κανει να νιώθει σαν να μικραίνει απότομα ο τόπος. Σαν να συνοστίζεται η ζωή της σε μερικές σπίθες.
Αλλά τέρμα οι σκέψεις.
Κάνει τον σταυρό της και βολεύει τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της. Καρφώνει τα μάτια   στο πορτοκαλί φως και μετά από λίγο εστιάζει το βλέμμα της στην Παναγία, που κρατώντας τον γιό της, γέρνει ελαφρά και την κοιτάζει πίσω από το καντήλι. Νιώθει σαν να της λέει κάτι, αλλά δεν μπορεί να την καταλάβει. Δεν δίνει σημασία.Κουνάει τα χείλια της για λίγο. Χωρίς να βγάζει από μέσα της φωνή. Προσεύχεται. Προσεύχεται δυνατά κι έντονα. Είναι από τα λίγα πράγματα που της έχουν απομείνει για να βοηθήσει τον εαυτό της και αυτούς τους λίγους που αγαπάει.
Κάνει ξανά τον σταυρό της, ενώ σκύβει συγχρόνως το κεφάλι. Φεύγει. Χωρίς να ξανακοιτάξει την Παρθένο.Με αργά και βαριά βήματα πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, που είναι βουτηγμένη στο παχύρευστο σκοτάδι. Πνίγεται. Γι’ αυτό και βιάζεται. Κάθεται στο κρεβάτι και τραβάει το σεντόνι προς τα πάνω με έναν αρχαίο και πρωτόγονο φόβο, αλλά όχι πολύ έντονο. Ένα μικρό του κομματάκι μόνο κάθεται μέσα της μα ηρεμεί πολύ γρήγορα. Μόλις βρεθεί κάτω από τα σκεπάσματα είναι σαν να μην υπάρχει πια.
Σκέφτεται ότι κι ας πέρασαν πολλά χρόνια κάποια πράγματα έμειναν ίδια με τότε που ήταν παιδάκι. Είναι παράξενο. Κι εδώ, μέσα στο μαύρο, στην απουσία του φωτός που δεν μπορεί να δει τις λεπτομέρειες της ύλης και την φθορά της θα μπορούσε να πει πως αισθάνεται ακόμη έτσι. Μέσα στο σκοτάδι κανείς δεν μπορεί να της πει τι είναι. Μέσα του μπορεί να είναι ό,τι αισθάνεται. Κι αυτή αισθάνεται νέα και γερή. Στην απουσία του φωτός βρίσκει μαγικά πράγματα, όπως θάλασσες πολύχρωμες πέτρες και ηλιοβασιλέματα. Κρατάει στις χούφτες της ποτάμια και χρυσόψαρα. Κάνει τρία βήματα και μπαίνει μέσα σε κήπους, που τα δέντρα τους σχηματίζουν καμάρες από φύλλα. Εξωτικά πουλιά με μωβ και χρυσοκίτρινα πούπουλα φτερουγίζουν φευγαλέα πάνω από το κεφάλι της κι έπειιτα πετούν μακριά. Από την κοιλιά της αναβλύζουν χρώματα. Παιδάκια τρέχουν γύρω της και την τραβούν από την άκρη του νυχτικού της. Κάτι της δείχνουν με τα δαχτυλάκια τους. Είναι ένας ορίζοντας γεμάτος ελπίδα. Βαμμένος με αγάπη.
Ζει ξανά. Μέσα στο σκοτάδι συναντάει τα όνειρά της και τον εαυτό της. Όχι αυτόν που κουβαλάει μαζί της κάθε μέρα και αυτόν που νομίζουν οι γύρω της πως της ανήκει. Αλλά έναν άλλο, που μόνο αυτή γνωρίζει την υπαρξή του. Εκείνον παρατηρεί τις νύχτες. Τις νύχτες ζει. Νομίζει πως τότε καταφέρνει και πλησιάζει την Αλήθεια.
* * *
Γυρίζει πλευρό και χαμογελάει με τα χέρια της ενωμένα στο προσκέφαλό της. Τον κοιτάει που κοιμάται δίπλα της ήσυχος. Είναι σαν μικρό παιδί που κλειδώθηκε σε μια κλωστή του χρόνου. Είναι σαν ηλικιωμένος που πλησιάζει στο τέρμα του. Τόσο ζωντανός. Τόσο ωχρός. Ροχαλίζει άσχημα. Τον σκεπάζει προστατευτικά και του δίνει ένα φιλί στο ατσαλάκωτο μέτωπο. Χαιδεύει το ζαρωμένο του πρόσωπο. Γυρίζει πάλι ανάσκελα και του ψιθυρίζει…
            * * *             
Πάντα νόμιζα ότι με κάποιον τρόπο με αγαπούσες. Με έναν δικό σου βαρύ αναστεναγμό, με ένα βλέμμα, μερικές αδιαφορίες, βεβιασμένες αγκαλιές που μου ψιθύριζαν πέτρινα παρακάλια από αυτά που ξέρουν να ακούνε τα σώματα. Πίστευα πως με μία χούφτα σκέψεις ήμουν γερμένη κι εγώ στην κάθε σου μέρα, όπως κι εσύ ξαπλώνεις στις δικές μου. .Πως με κρυφοκοιτούσες μέσα από τις χαραμάδες της καρδιάς σου και φύλαγες μία πρόταση για μια αόρατη συνάντηση στον χωροχρόνο του μυαλού μας. Ευελπιστούσα πως πίστευες κι εσύ Σε αυτό που στέκει σιωπηλό ανάμεσά μας και χορεύει με τα χρώματα μέσα μας, αλλά δεν έχει όνομα.
Με ακούς ή κοιμάσαι πάλι; Άκουσέ με… Σε περίμενα ξανά απόψε, ξέρεις. Αιμοραγώ φαιά ουσία πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια μας. Στην χαρίζω όλη, όπως και όλα όσα έχω. Να, πάρε και τις τόσες μου συγγνώμες που τσακίστηκαν στο κενό κι έπεσαν στο πάτωμα υποτιμημένες. Να, πάρε και τις αμέτρητες αναμονές μου που κροταλίζουν στο κεφάλι μου με κακό θυμό. Πάρε τα όλα στο φευγιό σου. Ναι, αφού ξέρω ότι θα φύγεις μόλις σηκωθείς. Μην προσπαθείς να μου πεις ψέματα. Μα σε ξέρω τόσο καλά πια (γελάει). Φοβάμαι μήπως σε κατανόησα τόσο βαθιά που ξέχασα τον εαυτό μου (γελάει πιο δυνατά). Θα μπορούσε να γίνει αυτό άραγε;
Μου αρέσει που μέχρι τώρα καταφέρνεις και με κάνεις να σκέφτομαι. Μα.., καμιά φορά αναρωτιέμαι εσύ το έχεις κάνει ποτέ; Να σκεφτείς; Για αρκετή ώρα. Για τόσο πολύ χρόνο που να σε πονέσει ο εγκέφαλός μέσα στο κεφάλι σου. Που να ματώσει η καρδιά σου με μελαγχολία. Αλλά, είχες και ποτέ κανένα από τα δύο αυτά όργανα μέσα στο σώμα σου; Πάντως, ένα είναι σίγουρο! Ότι τώρα δεν έχεις… Βλέπεις, δεν υπάρχεις. Στο θυμίζω κι ας το ξέρεις ήδη. Αλλά, πώς να το ξέρεις (γελάει); Αφού δεν υπάρχεις.
Κοιμάσαι ακόμα ε; Σε βλέπω εδώ δίπλα μου στο ημιφως. Λάμπει το δέρμα σου λες και σε έκοψαν από την σελήνη. Τα βλέφαρά σου τρεμοπαίζουν λίγο λες και με ακούς, αλλά δεν θες να το καταλάβω. Μια γυαλάδα στολίζει τα μαλλιά σου, ενώ μικρά της υπολέιματα που περίσσεψαν κάθονται στις άκρες των μαύρων σου τόξων, που έχεις πάνω από τα μάτια σου. Ήξερες πάντα ότι ήταν ικανά να με πληγώσουν ε; Όλα τα ήξερες εσύ τελικά. Κι ας μην μιλούσες ποτέ πολύ. Κι ας μην εκδηλωνώσουν. Το στόμα σου, που έμοιαζε κλειστό  αν και δεν ήταν, χάσκει πολύ λίγο τώρα. Τι περιμένεις; Ω.., λαμπυρίζει αδύναμα μία στάλα αθωώτητας πάνω στο μέτωπό σου. Κοιτάω την μύτη σου. Είναι αρκετά μεγάλη. Δείχνει το μέγεθος της αυταρχικότητας και της αλαζονείας σου, μα είναι υπέροχη.
Και τα χέρια σου. Βέβαια, τα δυο σου κλαδιά. Μου έδιναν μία ανεκτίμητη εσωτερική δύναμη όταν με άγγιζαν ή όταν με τύλιγαν μέσα στην πετρωμένη αγκαλιά σου, που καμιά φορά μου θύμιζε άγουρο φρούτο. Τα δάχτυλα, τα παρακλάδια τους δοκίμασα πολλές φορές να στα περιγράψω. Δεν τα κατάφερα.
Αλλά… να μην σε κουράζω. Πες μου κάτι: Με    αγαπάς     ;
* * *
Γυρνάει το κεφάλι της προς το μέρος του. Κανείς δεν είναι πια εκεί δίπλα της. Είναι μόνη. Πάλι. Ησυχία στο σπίτι. Από την πόρτα φτάνουν δέσμες φωτός που προέρχονται από το καντηλάκι. Τα μάτια της έχουν συνηθίσει στο μαύρο. Διακρίνει κάθε σχήμα και κάθε γωνία στο δωμάτιο. Μπορεί και βλέπει τις σκιές. Στρέφεται στο κομοδίνο, στο παράθυρο, στην πόρτα, στον καθρέφτη και ξανά στο κομοδίνο δεξιά της. Αρπάζει το μικρό ρολόι και το φέρνει μια ανάσα από το πρόσωπό της. Προσπαθεί στο μισοσκόταδο να εντοπίσει τους δείκτες. Πόση ώρα της απομένει; Ανακάθεται ανακουφισμένη και βολεύει το μαξιλάρι πίσω της. Ξαπλώνει κουρασμένη ξαφνικά. Σκουπίζει το μέτωπό της και αισθάνεται τις χαρακιές του χρόνου πάνω του. Ναι, νιώθει πολύ εξουθενωμένη τώρα. Αγγίζει για λίγο τα αδυνατισμένα της μαλλιά. Είναι σαν αφρός μέσα στο χέρι της. Τα αφήνει απογοητευμένη.
Είναι η στιγμή που την προδίδει ακόμα και η νύχτα. Αλλά έχει χρόνο ακόμη μέχρι να ξημερώσει. Έχει μερικές ευκαιρίες ακόμη για να ζήσει αυτό που θέλει, που επιθυμεί περισσότερο. Σφίγγει λίγο τα μάτια και κοιτάει προς το μέρος του. Είναι εκεί. Την κοιτάει. Με έναν παράξενο τρόπο. Δεν μπορεί να τον περιγράψει παρά μόνο του ανταποδίδει κι αυτή το βλέμμα. Τεντώνει το χέρι της και πιάνει το δικό του. Κλείνει τα μάτια μην χαλαρώνοντας ποτέ την λαβή.
Την παίρνει ο ύπνος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου