«28 Οκτωβρίου 1910. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κατά τη μιάμιση το βράδυ  και κοιμήθηκα ως τις τρεις. Ξύπνησα πάλι από  πόρτες που  άνοιγαν  και βήματα. Τις προηγούμενες νύχτες δεν είχα κοιτάξει από την πόρτα μου, όμως αυτή τη φορά έριξα μια ματιά και είδα από τη χαραμάδα ένα δυνατό  φως μες στο γραφείο μου. Ήταν η γυναίκα μου που έψαχνε κάτι και ίσως διάβαζε τα γραφτά στο τραπέζι…
Σε λίγο πήρε το φως κι έφυγε για το δωμάτιό της.
Δεν ξέρω γιατί αυτό μου προκάλεσε μια ακατανίκητη αίσθηση αποστροφής και εξέγερσης. Ήθελα να κοιμηθώ μα τώρα πια δεν μπορούσα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου για καμιά ώρα περίπου. Άναψα τέλος το κερί και ανακάθισα συγχυσμένος στο κρεβάτι μου.
Σε λίγο η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα  εκείνη να ρωτήσει για την «υγεία μου» και να εκφράσει την έκπληξή της για το φως που είδε στο δωμάτιό μου.
Η αποστροφή και η εξέγερση μεγαλώνουν. Πνίγομαι και αρχίζω να μετράω τους σφυγμούς μου: 97. Δεν μπορώ να μείνω ξαπλωμένος και ξαφνικά παίρνω την οριστική απόφαση να φύγω.
Της γράφω ένα γράμμα, αρχίζω να μαζεύω τα πιο απαραίτητα πράγματα ώστε να μπορέσω απλώς να φύγω. Ξυπνάω τον Ντούσαν κι έπειτα την Αλεξάνδρα (την κόρη του). Με βοηθούν να φτιάξω το δέμα μου. Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ακούσει από το δωμάτιό της ότι φεύγω –σκηνή, νευρική κρίση- και, επομένως, πάει η αναχώρηση.
Στις 6 τα ξημερώματα, όλα είναι σχεδόν έτοιμα και πακεταρισμένα. Πηγαίνω στο στάβλο και δίνω εντολή να σελώσουν…»